- καταναγκασμός
- Έννοια που απασχολεί τη φιλοσοφία, την κοινωνιολογία και την πρακτική του δικαίου, γιατί αναφέρεται τόσο στη νόμιμη όσο και στην παράνομη χρήση βίας. Ο κ. υπόκειται γενικά σε τριών ειδών διακρίσεις. Η πρώτη αναφέρεται στη διάκριση ανάμεσα σε βίαιο και μη βίαιο κ. Βίαιος θεωρείται όταν επιβάλλεται με την απειλή ή τη χρήση βίας και εξουσίας· μη βίαιος είναι όταν αρκεί η επιρροή και η στάθμιση παραγόντων συμφέροντος ή κινήτρων άλλου είδους. Η δεύτερη διάκριση γίνεται ανάμεσα σε υλικό και μη υλικό κ. Υλικός καλείται όταν αναφέρεται άμεσα στη σωματική ύπαρξη ή στα οικονομικά συμφέροντα εκείνου που τον υφίσταται και μη υλικός όταν χρησιμοποιεί άλλα μέσα (ηθικά, ψυχολογικά κλπ.). Τέλος, η τρίτη διάκριση αφορά τον νόμιμο και μη νόμιμο κ. Νόμιμος είναι εκείνος που εκφράζεται στο εσωτερικό ενός κράτους με την κρατική εξουσία (αστυνομική, δικαστική και διοικητική σε πολλές περιπτώσεις) και στο εξωτερικό με τη στρατιωτική ισχύ· μη νόμιμος είναι ο κ. που επιβάλλεται από άτομα και ομάδες έξω από τα όρια της κρατικής εξουσίας και του νομικού συστήματος που αυτή καθιερώνει. Το πρόβλημα του μη νόμιμου κ. είναι περίπλοκο και τα όριά του πολύ ρευστά, καθώς συγχέονται μέσα στο πλέγμα της καθαρής παρανομίας, η οποία αντιφάσκει στους ισχύοντες νόμους του κράτους για την προστασία των πολιτών και των αναγνωρισμένων συμφερόντων τους – αφού και η προστασία βασίζεται στον κ. o οποίος επιβάλλεται με τις απαγορεύσεις και τις κυρώσεις (νόμιμος κ.) και στον κ. που είναι νομικοφανής και δημιουργεί ζητήματα, τα οποία άπτονται της νομιμότητας των επιμέρους στοιχείων του. Για παράδειγμα, ο κ. των πολιτών σε μια συγκεκριμένη ποιότητα ζωής, σε έναν συγκεκριμένο τρόπο κατανομής του εισοδήματος, στην υποχρεωτική συμμετοχή σε πολεμικές επιχειρήσεις κ.ά. βασίζεται στη γενική νομιμότητα της εξουσιαστικής βούλησης του κράτους.
Ωστόσο, είναι ζήτημα κοινωνιολογικής και πολιτικής σημασίας –πολλές φορές αμιγώς νομικής– κατά πόσο στη διαδικασία του κ. αυτής της μορφής εφαρμόζονται τα νομικά σχήματα ή λειτουργούν με επάρκεια νόμιμοι περιορισμοί καθώς επίσης κατά πόσο ερμηνεύεται η γενική εντολή του κυρίαρχου σώματος (που για το συνταγματικό δημοκρατικό κράτος είναι ο λαός) προς τους φορείς της εξουσίας, με βάση την πραγματική του θέληση και το πραγματικό του συμφέρον. Στη θεωρία και στην πρακτική της δημοκρατικής διακυβέρνησης του κράτους, ο κ. αντιπαραβάλλεται με τη συναίνεση (συγκατάθεση), από την έννοια και το περιεχόμενο της οποίας καθορίζονται και τα όρια του νόμιμου και μη νόμιμου ή νομιμοφανούς κρατικού κ.
* * *ο [καταναγκάζω]ο εξαναγκασμός ενός ατόμου με χρησιμοποίηση βίας ή με παράνομη άσκηση εξουσίας να πράξει κάτι παρά τη θέλησή του.
Dictionary of Greek. 2013.